Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corroboraménto (ουσ αρσ ) corruttèla (θηλ.ουσ)
corroborànte (επίθ.) corruttìbile (επίθ.)
corroboràre (ρ. μτβ.) corruttibilità (θηλ.ουσ)
corroborarsi (ρ.μ. (αντων.)) corruttóre (αρσ. επίθ και ουσ)
corroborazióne (θηλ.ουσ) corruzióne (θηλ.ουσ)
corródere (ρ. μτβ.) córsa (θηλ.ουσ)
corródersi (ρ. μ. αμτβ.) corsalétto (ουσ αρσ )
corrodìbile (επίθ.) corsàro (ουσ αρσ )
corrodibilità (θηλ.ουσ) corsàro (επίθ.)
corrómpere (ρ. μτβ.) corseggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
corrómpersi (ρ. μ. αμτβ.) corsetterìa (θηλ.ουσ)
corrompìbile (επίθ.) corsétto (ουσ αρσ )
corrosióne (θηλ.ουσ) corsìa (θηλ.ουσ)
corrosività (θηλ.ουσ) corsièro (ουσ αρσ )
corrosìvo (επίθ.) corsìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
corrótto (επίθ.) corsivìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
corrucciàrsi (ρ. μ. αμτβ.) corsìvo (ουσ αρσ )
corrucciàto (επίθ.) corsìvo (επίθ.)
corrùccio (ουσ αρσ ) córso (ουσ αρσ )
corrugaménto (ουσ αρσ ) corsóio (αρσ. επίθ και ουσ)
corrugàre (ρ. μτβ.) córte (θηλ.ουσ)
corrugàrsi (ρ. μ. αμτβ.) cortéccia (θηλ.ουσ)
corrugàto (επίθ.) corteggiaménto (ουσ αρσ )
corruscàre (ρ.αμτβ.) corteggiàre (ρ. μτβ.)
corrùsco (επίθ.) corteggiatóre (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: