Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corruttèla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [korrutˈtɛla]

1 δωροδοκία
2 ανηθικότητα
3 εξαχρείωση
4 αποσύνθεση
5 διαφθορά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corrusco corruttibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corrugare (ρ. μτβ.)
corrugarsi (ρ. μ. αμτβ.)
corrugato (επίθ.)
corruscare (ρ.αμτβ.)
corrusco (επίθ.)
corruttela (θηλ.ουσ)
corruttibile (επίθ.)
corruttibilità (θηλ.ουσ)
corruttore (αρσ. επίθ και ουσ)
corruzione (θηλ.ουσ)
corsa (θηλ.ουσ)
corsaletto (ουσ αρσ )
corsaro (ουσ αρσ )
corsaro (επίθ.)
corseggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
corsetteria (θηλ.ουσ)
corsetto (ουσ αρσ )
corsia (θηλ.ουσ)
corsiero (ουσ αρσ )
corsista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---