Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corseggiàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [korsedˈʤare]

1 λεηλατώ
2 σκυλεύω
3 διαγουμίζω
4 ληστεύω
5 λαφυραγωγώ
6 κάνω πειρατεία
7 πλιατσικολογώ
8 κουρσεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corsaro corsetteria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corruzione (θηλ.ουσ)
corsa (θηλ.ουσ)
corsaletto (ουσ αρσ )
corsaro (ουσ αρσ )
corsaro (επίθ.)
corseggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
corsetteria (θηλ.ουσ)
corsetto (ουσ αρσ )
corsia (θηλ.ουσ)
corsiero (ουσ αρσ )
corsista (ουσ αρσ και θηλ.)
corsivista (ουσ αρσ και θηλ.)
corsivo (ουσ αρσ )
corsivo (επίθ.)
corso (ουσ αρσ )
corsoio (αρσ. επίθ και ουσ)
corte (θηλ.ουσ)
corteccia (θηλ.ουσ)
corteggiamento (ουσ αρσ )
corteggiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---