ItalianoGreco


corseggiàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [korsedˈʤare]

1 λεηλατώ
2 σκυλεύω
3 διαγουμίζω
4 ληστεύω
5 λαφυραγωγώ
6 κάνω πειρατεία
7 πλιατσικολογώ
8 κουρσεύω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---