Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcórte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈkorte] 1 (cortile) η αυλή 2 (reale) το ανάκτορο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |