Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


córte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkorte]

1 (cortile) η αυλή
2 (reale) το ανάκτορο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corsoio corteccia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corsivista (ουσ αρσ και θηλ.)
corsivo (ουσ αρσ )
corsivo (επίθ.)
corso (ουσ αρσ )
corsoio (αρσ. επίθ και ουσ)
corte (θηλ.ουσ)
corteccia (θηλ.ουσ)
corteggiamento (ουσ αρσ )
corteggiare (ρ. μτβ.)
corteggiatore (ουσ αρσ )
corteggio (ουσ αρσ )
corteo (ουσ αρσ )
cortese (αρσ. επίθ και ουσ)
cortesia (θηλ.ουσ)
cortezza (θηλ.ουσ)
corticale (επίθ.)
corticoide (ουσ αρσ )
corticosteroide (ουσ αρσ )
corticosterone (ουσ αρσ )
corticosurrenale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---