Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorteggiatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kortedʤaˈtore] 1 ερωτοτροπών 2 μνηστήρας 3 θαυμαστής 4 αυτός που κορτάρει γυναίκα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |