Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corticòide  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kortiˈkɔjde]

κορτικοειδές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corticale corticosteroide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corteo (ουσ αρσ )
cortese (αρσ. επίθ και ουσ)
cortesia (θηλ.ουσ)
cortezza (θηλ.ουσ)
corticale (επίθ.)
corticoide (ουσ αρσ )
corticosteroide (ουσ αρσ )
corticosterone (ουσ αρσ )
corticosurrenale (επίθ.)
corticotropina (θηλ.ουσ)
cortigiana (θηλ.ουσ)
cortigianeria (θηλ.ουσ)
cortigianesco (επίθ.)
cortigiano (αρσ. επίθ και ουσ)
cortile (ουσ αρσ )
cortina (θηλ.ουσ)
cortinaggio (ουσ αρσ )
cortisone (ουσ αρσ )
cortisonico (αρσ. επίθ και ουσ)
corto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---