Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cortigiàno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kortiˈʤano]

1 αυλόδουλος
2 αυλικός
3 ο του κόλακα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cortigianesco cortile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corticosurrenale (επίθ.)
corticotropina (θηλ.ουσ)
cortigiana (θηλ.ουσ)
cortigianeria (θηλ.ουσ)
cortigianesco (επίθ.)
cortigiano (αρσ. επίθ και ουσ)
cortile (ουσ αρσ )
cortina (θηλ.ουσ)
cortinaggio (ουσ αρσ )
cortisone (ουσ αρσ )
cortisonico (αρσ. επίθ και ουσ)
corto (ουσ αρσ )
corto (επίθ.)
cortocircuitare (ρ. μτβ.)
cortocircuitarsi (ρ.μ. (αντων.))
cortocircuito (ουσ αρσ )
cortometraggio (ουσ αρσ )
corvè (θηλ.ουσ)
corvetta (θηλ.ουσ)
corvino (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---