Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcortigiàno
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [kortiˈʤano] 1 αυλόδουλος 2 αυλικός 3 ο του κόλακα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |