Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corvìno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [korˈvino]

1 κατάμαυρος
2 μαύρος ή γυαλιστερός σαν κόρακας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corvetta corvo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cortocircuitarsi (ρ.μ. (αντων.))
cortocircuito (ουσ αρσ )
cortometraggio (ουσ αρσ )
corvè (θηλ.ουσ)
corvetta (θηλ.ουσ)
corvino (αρσ. επίθ και ουσ)
corvo (ουσ αρσ )
cosa (θηλ.ουσ)
cosà (επίρ.)
cosacco (αρσ. επίθ και ουσ)
cosare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cosca (θηλ.ουσ)
coscia (θηλ.ουσ)
cosciale (ουσ αρσ )
cosciente (επίθ.)
coscienza (θηλ.ουσ)
coscienziosamente (επίρ.)
coscienziosità (θηλ.ουσ)
coscienzioso (επίθ.)
cosciotto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---