Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorvìno
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [korˈvino] 1 κατάμαυρος 2 μαύρος ή γυαλιστερός σαν κόρακας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |