Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coscienzióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [koʃʃenˈtsjoso], [koʃʃenˈtsjozo]

1 προσεκτικός
2 απερίσπαστος
3 επιστάμενος
4 ενσυνείδητος
5 ευσυνείδητος
6 επιμελής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coscienziosità cosciotto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cosciale (ουσ αρσ )
cosciente (επίθ.)
coscienza (θηλ.ουσ)
coscienziosamente (επίρ.)
coscienziosità (θηλ.ουσ)
coscienzioso (επίθ.)
cosciotto (ουσ αρσ )
coscritto (αρσ. επίθ και ουσ)
coscrivere (ρ. μτβ.)
coscrizione (θηλ.ουσ)
cosecante (θηλ.ουσ)
coseno (ουσ αρσ )
cosfì (ουσ αρσ )
cosfimetro (ουσ αρσ )
così (επίρ.)
cosicché (σύνδ.)
cosiddetto (επίθ.)
cosiffatto (επίθ.)
cosinusoide (θηλ.ουσ)
cosmetica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---