Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcosciènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [koʃˈʃɛntsa] η συνείδηση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαobiettore [αρσ.] di coscienza = ο αντιρρησίας συνειδήσεως Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |