Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cosciàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koʃˈʃale]

1 προστατευτικό γοφών πανοπλίας
2 τεχνητός μηρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coscia cosciente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cosà (επίρ.)
cosacco (αρσ. επίθ και ουσ)
cosare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cosca (θηλ.ουσ)
coscia (θηλ.ουσ)
cosciale (ουσ αρσ )
cosciente (επίθ.)
coscienza (θηλ.ουσ)
coscienziosamente (επίρ.)
coscienziosità (θηλ.ουσ)
coscienzioso (επίθ.)
cosciotto (ουσ αρσ )
coscritto (αρσ. επίθ και ουσ)
coscrivere (ρ. μτβ.)
coscrizione (θηλ.ουσ)
cosecante (θηλ.ουσ)
coseno (ουσ αρσ )
cosfì (ουσ αρσ )
cosfimetro (ουσ αρσ )
così (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---