Καλώς ήρθατε στο Ιταλικό λεξικό, το μεγαλύτερο και πληρέστερο online Ιταλικό λεξικό. Η πρόσβαση στο ιταλικό λεξιλόγιο είναι δωρεάν: στείλτε μας τα σχόλια και τις εντυπώσεις σας.

Ιταλοελληνικό λεξικό



Ελληνοιταλικό λεξικό



Donazione

Μην ξεχνάτε ότι πρόκειται για λεξικό και όχι αυτόματο μεταφραστή ιταλικών. Γι’ αυτό αναζητήστε μια λέξη κάθε φορά. Για απλή αναζήτηση να θυμάστε ότι τα ρήματα στα ιταλικά θα τα βρείτε στο απαρέμφατο, ενώ τα ουσιαστικά και τα επίθετα στο αρσενικό ενικού.
Ιδιωματισμοί και εκφράσεις έχουν καταχωρηθεί στα διάφορα λήμματα από τα οποία αποτελούνται. Πληκτρολογήστε μια λέξη κάθε φορά αρχίζοντας από την πιο σημαντική.
Για την πληκτρολόγηση των προς αναζήτηση όρων στο Ελληνο-ιταλικό λεξικό, μπορείτε να τους γράφετε απευθείας στα Ελληνικά, ή και να χρησιμοποιείτε το εικονικό πληκτρολόγιο που βρίσκεται δίπλα στο πλαίσιο αναζήτησης ή και να τους εισάγετε με λατινικούς χαρακτήρες greeklish ( συμβουλευτείτε τον ειδικό πίνακα μετατροπής). Δεν χρειάζεται να σημειώνετε τόνους και άλλα διακριτικά σημεία. Για να μάθετε περισσότερα διαβάστε τις Οδηγίες αναζήτησης

Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων - Greeklish

ΕλληνικάΓράμμαGreeklish
ΑάλφαalfaA
ΒβήταvitaB o V
ΓγάμμαgammaG
ΔδέλταdeltaD
ΔδέλταepsilonE
ΖζήταzitaZ
ΗήταitaH
Θθήταthita8
ΙιόταiotaI
ΚκάππαkappaK
ΛλάμβδαlambdaL
ΜμυmiM
ΕλληνικάΓράμμαGreeklish
ΝνυniN
Ξξιksi3
ΟόμικρονomicronO
ΠπιpiP
ΡροrhoR
ΣσίγμαsigmaS
ΤταυtafT
ΥύψιλονypsilonY o U
ΦφιfiF
ΧχιchiX
ΨψιpsiJ o 4
ΩωμέγαomegaW
Συνεχίζεται παρακάτω

Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Α, α [ουσ ουδ.] αβαντζέρνω aor αβαντ...
α! [επιφ.] αβάντζο [ουσ ουδ.]
α–, αν– [πρθμ.] αβάντσα [θηλ.ουσ]
αάχ [επιφ.] αβαντσάρω aor αβαντ...
ααχά [επιφ.] αβάντσο [ουσ ουδ.]
αβαείο [ουσ ουδ.] άβαξ [ουσ αρσ ]
αβαθέστατος [επίθ.] αβάπτιστος [επίθ.]
αβαθέστερος [επίθ.] αβαρεσιά [θηλ.ουσ]
αβαθής {αβαθ-ούς ... αβάρετος [επίθ.]
αβαθμολόγητος [επίθ.] αβαρής {αβαρ-ούς ...
άβακας {αβάκων} αβαρία {αβαριών}
αβάκιο [ουσ ουδ.] αβαρυγώμιστος [επίθ.]
άβαλτος [επίθ.] αβάς [ουσ αρσ ]
αβαν(–)γκάρντ {άκλ.} αβασάνιστος [επίθ.]
αβαν(–)γκάρντ {άκλ.} αβασίλευτος [επίθ.]
αβανιά [θηλ.ουσ] αβάσιμος [επίθ.]
αβανιάρης [επίθ.] αβασιμότητα [θηλ.ουσ]
αβάντα {χωρ. γεν.... αβασταγή [θηλ.ουσ]
αβανταδόρικος [επίθ.] αβάσταγος [επίθ.]
αβανταδόρισσα {χωρ. γεν.... αβασταξιά [θηλ.ουσ]
αβανταδόρος {χωρ. γεν.... αβάσταχτος [επίθ.]
αβαντάζ [ουσ ουδ.] άβατον [ουσ ουδ.]
αβάντε [επίρ.] άβατος [επίθ.]
αβάντε [επιφ.] άβαφος [επίθ.]
αβάντζα [θηλ.ουσ] αβάφτιγος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: