Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αβανιά
ουσιαστικό θηλυκό
1
danno
2
gua`sto
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αβαν(–)γκάρντ
αβανιάρης >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
άβακας
{αβάκων}
αβάκιο
[ουσ ουδ.]
άβαλτος
[επίθ.]
αβαν(–)γκάρντ
{άκλ.}
αβαν(–)γκάρντ
{άκλ.}
αβανιά
[θηλ.ουσ]
αβανιάρης
[επίθ.]
αβάντα
{χωρ. γεν....
αβανταδόρικος
[επίθ.]
αβανταδόρισσα
{χωρ. γεν....
αβανταδόρος
{χωρ. γεν....
αβαντάζ
[ουσ ουδ.]
αβάντε
[επίρ.]
αβάντε
[επιφ.]
αβάντζα
[θηλ.ουσ]
αβαντζέρνω
aor αβαντ...
αβάντζο
[ουσ ουδ.]
αβάντσα
[θηλ.ουσ]
αβαντσάρω
aor αβαντ...
αβάντσο
[ουσ ουδ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis