Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαβάντα
ουσιαστικό θηλυκό 1 guada`gno ~m~; profi`tto ~m~; u`tile ~m~ (specialmente illecito) 2 soste`gno ~m~; appo`ggio ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |