Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αβανταδόρισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αβανταδόρος ^-ου, ο^]
2 partner ~f~ di un gio`co trucca`to
3 finta clie`nte ~f~ che convi`nce gli altri a compra`re
4 donna ~f~ che tie`ne mano o regge il gio`co a qualcu`no

αβανταδόρος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 partner ~m~ di un gio`co trucca`to
2 finto clie`nte ~m~ che convi`nce gli altri a compra`re
3 compa`re ~m~, chi tie`ne mano o regge il gio`co a qualcu`no

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αβανταδόρικος αβαντάζ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---