Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αβάς  
ουσιαστικό αρσενικό

ecclesiastico aba`te ~m~

αββάς
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αβάς]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αβαρυγώμιστος αβασάνιστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---