Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαβάσταγος
επίθετο forma popolare di [αβάσταχτος ^-η, -ο^] αβάσταχτος επίθετο 1 insosteni`bile 2 ((figurato)) insopporta`bile; intollera`bile αβάσταχτος πόνος==dolore insopportabile 3 ((figurato)) impazie`nte; insoffere`nte permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |