Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coséno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koˈseno]

συνημίτονο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cosecante cosfì  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cosciotto (ουσ αρσ )
coscritto (αρσ. επίθ και ουσ)
coscrivere (ρ. μτβ.)
coscrizione (θηλ.ουσ)
cosecante (θηλ.ουσ)
coseno (ουσ αρσ )
cosfì (ουσ αρσ )
cosfimetro (ουσ αρσ )
così (επίρ.)
cosicché (σύνδ.)
cosiddetto (επίθ.)
cosiffatto (επίθ.)
cosinusoide (θηλ.ουσ)
cosmetica (θηλ.ουσ)
cosmetico (ουσ αρσ )
cosmetico (επίθ.)
cosmetista (ουσ αρσ και θηλ.)
cosmetologia (θηλ.ουσ)
cosmico (επίθ.)
cosmo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---