Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


còsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔzmo]

1 οικουμένη
2 αρμονικό αυτόνομο σύστημα
3 σύμπαν
4 πλάση
5 κόσμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cosmico cosmodromo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cosmetico (ουσ αρσ )
cosmetico (επίθ.)
cosmetista (ουσ αρσ και θηλ.)
cosmetologia (θηλ.ουσ)
cosmico (επίθ.)
cosmo (ουσ αρσ )
cosmodromo (ουσ αρσ )
cosmogonia (θηλ.ουσ)
cosmogonico (επίθ.)
cosmografia (θηλ.ουσ)
cosmografico (επίθ.)
cosmografo (ουσ αρσ )
cosmologia (θηλ.ουσ)
cosmologico (επίθ.)
cosmologo (ουσ αρσ )
cosmonauta (ουσ αρσ και θηλ.)
cosmonautica (θηλ.ουσ)
cosmonautico (επίθ.)
cosmonave (θηλ.ουσ)
cosmopolita (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---