Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cosmògrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kozˈmɔgrafo]

επιστήμονας της κοσμογραφίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cosmografico cosmologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cosmodromo (ουσ αρσ )
cosmogonia (θηλ.ουσ)
cosmogonico (επίθ.)
cosmografia (θηλ.ουσ)
cosmografico (επίθ.)
cosmografo (ουσ αρσ )
cosmologia (θηλ.ουσ)
cosmologico (επίθ.)
cosmologo (ουσ αρσ )
cosmonauta (ουσ αρσ και θηλ.)
cosmonautica (θηλ.ουσ)
cosmonautico (επίθ.)
cosmonave (θηλ.ουσ)
cosmopolita (ουσ αρσ και θηλ.)
cosmopolita (επίθ.)
cosmopolitico (επίθ.)
cosmopolitismo (ουσ αρσ )
cosmorama (ουσ αρσ )
cosmosonda (θηλ.ουσ)
coso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---