Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


còso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔso], [ˈkozo]

1 αυτός πως τον λένε
2 αποτέτοιος
3 αυτό πως το λένε
4 μαραφέτι
5 λεγάμενος
6 τάδε


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cosmosonda cospargere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cosmopolita (επίθ.)
cosmopolitico (επίθ.)
cosmopolitismo (ουσ αρσ )
cosmorama (ουσ αρσ )
cosmosonda (θηλ.ουσ)
coso (ουσ αρσ )
cospargere (ρ. μτβ.)
cospicuità (θηλ.ουσ)
cospicuo (επίθ.)
cospirare (ρ.αμτβ.)
cospirativo (επίθ.)
cospiratore (ουσ αρσ )
cospirazione (θηλ.ουσ)
costa (θηλ.ουσ)
costà (επίρ.)
costaggiù (επίρ.)
costale (επίθ.)
costante (θηλ.ουσ)
costante (επίθ.)
Costantino (κύρ.όν. αρσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---