Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcòso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔso], [ˈkozo] 1 αυτός πως τον λένε 2 αποτέτοιος 3 αυτό πως το λένε 4 μαραφέτι 5 λεγάμενος 6 τάδε permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |