Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


costànte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kosˈtante]

σταθερά

costànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kosˈtante]

σταθερός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  costale Costantino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cospirazione (θηλ.ουσ)
costa (θηλ.ουσ)
costà (επίρ.)
costaggiù (επίρ.)
costale (επίθ.)
costante (θηλ.ουσ)
costante (επίθ.)
Costantino (κύρ.όν. αρσ.)
Costantinopoli (θηλ.ουσ)
costanza (θηλ.ουσ)
costardella (θηλ.ουσ)
costare (ρ.αμτβ.)
costassù (επίρ.)
costata (θηλ.ουσ)
costato (ουσ αρσ )
costeggiare (ρ. μτβ.)
costei (δεικτ. αντων.)
costellare (ρ. μτβ.)
costellazione (θηλ.ουσ)
costernare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---