Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


costèi  
δεικτική αντωνυμία

Προσφορά I.P.A.: [kosˈtɛj]

1 αυτή η γυναίκα
2 εκείνη η γυναίκα
3 αυτή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  costeggiare costellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

costare (ρ.αμτβ.)
costassù (επίρ.)
costata (θηλ.ουσ)
costato (ουσ αρσ )
costeggiare (ρ. μτβ.)
costei (δεικτ. αντων.)
costellare (ρ. μτβ.)
costellazione (θηλ.ουσ)
costernare (ρ. μτβ.)
costernato (επίθ.)
costernazione (θηλ.ουσ)
costì (επίρ.)
costiera (θηλ.ουσ)
costiero (επίθ.)
costipare (ρ. μτβ.)
costiparsi (ρ. μ. αμτβ.)
costipato (επίθ.)
costipazione (θηλ.ουσ)
costituente (ουσ αρσ και θηλ.)
costituente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---