Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


costièro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kosˈtjɛro]

1 παραλιακός
2 παράκτιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  costiera costipare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


guardia [θηλ.] costiera = η ακτοφυλακή


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

costernare (ρ. μτβ.)
costernato (επίθ.)
costernazione (θηλ.ουσ)
costì (επίρ.)
costiera (θηλ.ουσ)
costiero (επίθ.)
costipare (ρ. μτβ.)
costiparsi (ρ. μ. αμτβ.)
costipato (επίθ.)
costipazione (θηλ.ουσ)
costituente (ουσ αρσ και θηλ.)
costituente (επίθ.)
costituire (ρ. μτβ.)
costituirsi (ρ. μ. αμτβ.)
costituito (επίθ.)
costitutivo (επίθ.)
costitutore (αρσ. επίθ και ουσ)
costituzionale (επίθ.)
costituzionalismo (ουσ αρσ )
costituzionalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---