Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcosternazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kosternatˈtsjone] 1 κατάπληξη 2 δειλία 3 φόβος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |