Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


costipàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kostiˈpare]

1 συμπυκνώνω
2 συμπιέζω
3 στοιβάζω
4 κάνω δυσκοίλιο
5 στουπώνω
6 βγάζω στύβοντας

costipàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kostiˈparsi]

1 κρυολογώ
2 παθαίνω δυσκοιλιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  costiero costipato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

costernato (επίθ.)
costernazione (θηλ.ουσ)
costì (επίρ.)
costiera (θηλ.ουσ)
costiero (επίθ.)
costipare (ρ. μτβ.)
costiparsi (ρ. μ. αμτβ.)
costipato (επίθ.)
costipazione (θηλ.ουσ)
costituente (ουσ αρσ και θηλ.)
costituente (επίθ.)
costituire (ρ. μτβ.)
costituirsi (ρ. μ. αμτβ.)
costituito (επίθ.)
costitutivo (επίθ.)
costitutore (αρσ. επίθ και ουσ)
costituzionale (επίθ.)
costituzionalismo (ουσ αρσ )
costituzionalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
costituzionalità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---