Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcostipàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [kostiˈpare] 1 συμπυκνώνω 2 συμπιέζω 3 στοιβάζω 4 κάνω δυσκοίλιο 5 στουπώνω 6 βγάζω στύβοντας costipàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [kostiˈparsi] 1 κρυολογώ 2 παθαίνω δυσκοιλιότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |