Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


costituènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kostituˈɛnte]

1 μέλος συνέλευσης πληρεξουσίων
2 συντακτική συνέλευση
3 πληρεξούσιος

costituènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kostituˈɛnte]

συνιστών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  costipazione costituire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

costiero (επίθ.)
costipare (ρ. μτβ.)
costiparsi (ρ. μ. αμτβ.)
costipato (επίθ.)
costipazione (θηλ.ουσ)
costituente (ουσ αρσ και θηλ.)
costituente (επίθ.)
costituire (ρ. μτβ.)
costituirsi (ρ. μ. αμτβ.)
costituito (επίθ.)
costitutivo (επίθ.)
costitutore (αρσ. επίθ και ουσ)
costituzionale (επίθ.)
costituzionalismo (ουσ αρσ )
costituzionalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
costituzionalità (θηλ.ουσ)
costituzionalmente (επίρ.)
costituzione (θηλ.ουσ)
costo (ουσ αρσ )
costola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---