Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


costituzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kostitutˈtsjone]

1 ίδρυση
2 σύμπηξη
3 σύσταση
4 στήσιμο
5 καθίδρυση
6 συγκρότηση
7 θεμελίωση
8 οργανισμός
9 δημιουργία
10 ενίδρυση
11 κράση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  costituzionalmente costo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

costituzionale (επίθ.)
costituzionalismo (ουσ αρσ )
costituzionalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
costituzionalità (θηλ.ουσ)
costituzionalmente (επίρ.)
costituzione (θηλ.ουσ)
costo (ουσ αρσ )
costola (θηλ.ουσ)
costoletta (θηλ.ουσ)
costolone (ουσ αρσ )
costone (ουσ αρσ )
costoro (δεικτ. αντων.)
costoso (επίθ.)
costretto (επίθ.)
costringere (ρ. μτβ.)
costrittivo (επίθ.)
costrizione (θηλ.ουσ)
costruibile (επίθ.)
costruire (ρ. μτβ.)
costruttivamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---