Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


costolóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kostoˈlone]

1 παὶδάκι
2 πλευρό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  costoletta costone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

costituzionalmente (επίρ.)
costituzione (θηλ.ουσ)
costo (ουσ αρσ )
costola (θηλ.ουσ)
costoletta (θηλ.ουσ)
costolone (ουσ αρσ )
costone (ουσ αρσ )
costoro (δεικτ. αντων.)
costoso (επίθ.)
costretto (επίθ.)
costringere (ρ. μτβ.)
costrittivo (επίθ.)
costrizione (θηλ.ουσ)
costruibile (επίθ.)
costruire (ρ. μτβ.)
costruttivamente (επίρ.)
costruttivo (επίθ.)
costrutto (αρσ. επίθ και ουσ)
costruttore (ουσ αρσ )
costruttore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---