Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


costruttóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kostrutˈtore]

1 οικοδομικός
2 χτίστης
3 κτίστης
4 κατασκευαστής
5 οικοδόμος
6 δημιουργός
7 παραγωγός
8 γιαπιτζής
9 παρασκευαστής

costruttóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kostrutˈtore]

κατασκευαστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  costrutto costruzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

costruibile (επίθ.)
costruire (ρ. μτβ.)
costruttivamente (επίρ.)
costruttivo (επίθ.)
costrutto (αρσ. επίθ και ουσ)
costruttore (ουσ αρσ )
costruttore (επίθ.)
costruzione (θηλ.ουσ)
costui (δεικτ. αντων.)
costumanza (θηλ.ουσ)
costumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
costumatezza (θηλ.ουσ)
costumato (επίθ.)
costume (ουσ αρσ )
costumista (ουσ αρσ και θηλ.)
costura (θηλ.ουσ)
cotale (επίθ.)
cotangente (θηλ.ουσ)
cotanto (επίθ.)
cote (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---