Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcostrùtto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [kosˈtrutto] 1 κέρδος 2 πλεονέκτημα 3 ωφέλημα 4 νόημα 5 όφελος 6 σημασία 7 συντακτικό 8 διάφορο 9 αποτέλεσμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |