Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


costùme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kosˈtume]

1 (usanza) το έθιμο
2 (vestito) το κοστούμι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  costumato costumista  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


costume [αρσ.] da bagno = το μαγιό, το μπανιερό || usi [αρσ. πλυθ.] e costumi [αρσ. πλυθ.] = τα ήθη και έθιμα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

costui (δεικτ. αντων.)
costumanza (θηλ.ουσ)
costumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
costumatezza (θηλ.ουσ)
costumato (επίθ.)
costume (ουσ αρσ )
costumista (ουσ αρσ και θηλ.)
costura (θηλ.ουσ)
cotale (επίθ.)
cotangente (θηλ.ουσ)
cotanto (επίθ.)
cote (θηλ.ουσ)
cotechino (ουσ αρσ )
cotenna (θηλ.ουσ)
cotennoso (επίθ.)
cotica (θηλ.ουσ)
cotile (θηλ.ουσ)
cotiledonare (επίθ.)
cotiledone (ουσ αρσ )
cotillon (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---