Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcostrizióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kostritˈtsjone] 1 περιορισμός 2 εξαναγκασμός 3 καταναγκασμός 4 πειθαναγκασμός 5 επιβολή 6 πίεση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |