Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


costrizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kostritˈtsjone]

1 περιορισμός
2 εξαναγκασμός
3 καταναγκασμός
4 πειθαναγκασμός
5 επιβολή
6 πίεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  costrittivo costruibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

costoro (δεικτ. αντων.)
costoso (επίθ.)
costretto (επίθ.)
costringere (ρ. μτβ.)
costrittivo (επίθ.)
costrizione (θηλ.ουσ)
costruibile (επίθ.)
costruire (ρ. μτβ.)
costruttivamente (επίρ.)
costruttivo (επίθ.)
costrutto (αρσ. επίθ και ουσ)
costruttore (ουσ αρσ )
costruttore (επίθ.)
costruzione (θηλ.ουσ)
costui (δεικτ. αντων.)
costumanza (θηλ.ουσ)
costumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
costumatezza (θηλ.ουσ)
costumato (επίθ.)
costume (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---