Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


costrittìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kostritˈtivo]

1 στανικός
2 δεσμευτικός
3 καταναγκαστικός
4 εξαναγκαστικός
5 αδήριτος
6 αναγκαίος
7 υποχρεωτικός
8 αναγκαστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  costringere costrizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

costone (ουσ αρσ )
costoro (δεικτ. αντων.)
costoso (επίθ.)
costretto (επίθ.)
costringere (ρ. μτβ.)
costrittivo (επίθ.)
costrizione (θηλ.ουσ)
costruibile (επίθ.)
costruire (ρ. μτβ.)
costruttivamente (επίρ.)
costruttivo (επίθ.)
costrutto (αρσ. επίθ και ουσ)
costruttore (ουσ αρσ )
costruttore (επίθ.)
costruzione (θηλ.ουσ)
costui (δεικτ. αντων.)
costumanza (θηλ.ουσ)
costumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
costumatezza (θηλ.ουσ)
costumato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---