Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


costóro  
δεικτική αντωνυμία

Προσφορά I.P.A.: [kosˈtoro]

1 αυτοί οι άνθρωποι
2 εκείνοι
3 αυτοί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  costone costoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

costo (ουσ αρσ )
costola (θηλ.ουσ)
costoletta (θηλ.ουσ)
costolone (ουσ αρσ )
costone (ουσ αρσ )
costoro (δεικτ. αντων.)
costoso (επίθ.)
costretto (επίθ.)
costringere (ρ. μτβ.)
costrittivo (επίθ.)
costrizione (θηλ.ουσ)
costruibile (επίθ.)
costruire (ρ. μτβ.)
costruttivamente (επίρ.)
costruttivo (επίθ.)
costrutto (αρσ. επίθ και ουσ)
costruttore (ουσ αρσ )
costruttore (επίθ.)
costruzione (θηλ.ουσ)
costui (δεικτ. αντων.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---