Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcostruzióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kostrutˈtsjone] 1 η οικοδομή 2 (struttura) η κατασκευή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαin costruzione = ύπο κατασκευή Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |