Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


costruzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kostrutˈtsjone]

1 η οικοδομή
2 (struttura) η κατασκευή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  costruttore costui  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


in costruzione = ύπο κατασκευή


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

costruttivamente (επίρ.)
costruttivo (επίθ.)
costrutto (αρσ. επίθ και ουσ)
costruttore (ουσ αρσ )
costruttore (επίθ.)
costruzione (θηλ.ουσ)
costui (δεικτ. αντων.)
costumanza (θηλ.ουσ)
costumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
costumatezza (θηλ.ουσ)
costumato (επίθ.)
costume (ουσ αρσ )
costumista (ουσ αρσ και θηλ.)
costura (θηλ.ουσ)
cotale (επίθ.)
cotangente (θηλ.ουσ)
cotanto (επίθ.)
cote (θηλ.ουσ)
cotechino (ουσ αρσ )
cotenna (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---