Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


costruttivamente  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [kostruttivaˈmente]

εποικοδομητικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  costruire costruttivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

costringere (ρ. μτβ.)
costrittivo (επίθ.)
costrizione (θηλ.ουσ)
costruibile (επίθ.)
costruire (ρ. μτβ.)
costruttivamente (επίρ.)
costruttivo (επίθ.)
costrutto (αρσ. επίθ και ουσ)
costruttore (ουσ αρσ )
costruttore (επίθ.)
costruzione (θηλ.ουσ)
costui (δεικτ. αντων.)
costumanza (θηλ.ουσ)
costumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
costumatezza (θηλ.ουσ)
costumato (επίθ.)
costume (ουσ αρσ )
costumista (ουσ αρσ και θηλ.)
costura (θηλ.ουσ)
cotale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---