Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


costitutóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kostituˈtore]

ιδρυτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  costitutivo costituzionale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

costituente (επίθ.)
costituire (ρ. μτβ.)
costituirsi (ρ. μ. αμτβ.)
costituito (επίθ.)
costitutivo (επίθ.)
costitutore (αρσ. επίθ και ουσ)
costituzionale (επίθ.)
costituzionalismo (ουσ αρσ )
costituzionalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
costituzionalità (θηλ.ουσ)
costituzionalmente (επίρ.)
costituzione (θηλ.ουσ)
costo (ουσ αρσ )
costola (θηλ.ουσ)
costoletta (θηλ.ουσ)
costolone (ουσ αρσ )
costone (ουσ αρσ )
costoro (δεικτ. αντων.)
costoso (επίθ.)
costretto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---