Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


costituìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kostituˈire]

καθιστώ

costituìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kostituˈirsi]

1 συγκροτούμαι
2 διορίζομαι
3 παραδίνομαι
4 γίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  costituente costituito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

costiparsi (ρ. μ. αμτβ.)
costipato (επίθ.)
costipazione (θηλ.ουσ)
costituente (ουσ αρσ και θηλ.)
costituente (επίθ.)
costituire (ρ. μτβ.)
costituirsi (ρ. μ. αμτβ.)
costituito (επίθ.)
costitutivo (επίθ.)
costitutore (αρσ. επίθ και ουσ)
costituzionale (επίθ.)
costituzionalismo (ουσ αρσ )
costituzionalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
costituzionalità (θηλ.ουσ)
costituzionalmente (επίρ.)
costituzione (θηλ.ουσ)
costo (ουσ αρσ )
costola (θηλ.ουσ)
costoletta (θηλ.ουσ)
costolone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---