Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcosternàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [kosterˈnare] 1 γεμίζω με κατάπληξη 2 δειλιάζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |