Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


costeggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kostedˈʤare]

1 περιτριγυρίζω
2 περιτρέχω
3 πλέω κατά μήκος των ακτών
4 περιπλέω
5 πλέω κοντά στη παραλία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  costato costei  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

costardella (θηλ.ουσ)
costare (ρ.αμτβ.)
costassù (επίρ.)
costata (θηλ.ουσ)
costato (ουσ αρσ )
costeggiare (ρ. μτβ.)
costei (δεικτ. αντων.)
costellare (ρ. μτβ.)
costellazione (θηλ.ουσ)
costernare (ρ. μτβ.)
costernato (επίθ.)
costernazione (θηλ.ουσ)
costì (επίρ.)
costiera (θηλ.ουσ)
costiero (επίθ.)
costipare (ρ. μτβ.)
costiparsi (ρ. μ. αμτβ.)
costipato (επίθ.)
costipazione (θηλ.ουσ)
costituente (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---