Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


costardèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kostarˈdɛlla]

ψάρι scombresox saurus


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  costanza costare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

costante (θηλ.ουσ)
costante (επίθ.)
Costantino (κύρ.όν. αρσ.)
Costantinopoli (θηλ.ουσ)
costanza (θηλ.ουσ)
costardella (θηλ.ουσ)
costare (ρ.αμτβ.)
costassù (επίρ.)
costata (θηλ.ουσ)
costato (ουσ αρσ )
costeggiare (ρ. μτβ.)
costei (δεικτ. αντων.)
costellare (ρ. μτβ.)
costellazione (θηλ.ουσ)
costernare (ρ. μτβ.)
costernato (επίθ.)
costernazione (θηλ.ουσ)
costì (επίρ.)
costiera (θηλ.ουσ)
costiero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---