Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cospiratìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kospiraˈtivo]

συνωμοτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cospirare cospiratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coso (ουσ αρσ )
cospargere (ρ. μτβ.)
cospicuità (θηλ.ουσ)
cospicuo (επίθ.)
cospirare (ρ.αμτβ.)
cospirativo (επίθ.)
cospiratore (ουσ αρσ )
cospirazione (θηλ.ουσ)
costa (θηλ.ουσ)
costà (επίρ.)
costaggiù (επίρ.)
costale (επίθ.)
costante (θηλ.ουσ)
costante (επίθ.)
Costantino (κύρ.όν. αρσ.)
Costantinopoli (θηλ.ουσ)
costanza (θηλ.ουσ)
costardella (θηλ.ουσ)
costare (ρ.αμτβ.)
costassù (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---