Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cospàrgere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kosˈparʤere]

1 διασκορπίζω σε υγρά σωματίδια
2 διασκορπίζω σε σωματίδια
3 καταιονίζω
4 ραντίζω
5 ραντίζω με σταγονίδια
6 διασκορπίζω ενδιάμεσα
7 διασκορπώ
8 διασκορπίζω
9 σκορπίζω
10 κατασπαταλώ
11 εγκατασπείρω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coso cospicuità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cosmopolitico (επίθ.)
cosmopolitismo (ουσ αρσ )
cosmorama (ουσ αρσ )
cosmosonda (θηλ.ουσ)
coso (ουσ αρσ )
cospargere (ρ. μτβ.)
cospicuità (θηλ.ουσ)
cospicuo (επίθ.)
cospirare (ρ.αμτβ.)
cospirativo (επίθ.)
cospiratore (ουσ αρσ )
cospirazione (θηλ.ουσ)
costa (θηλ.ουσ)
costà (επίρ.)
costaggiù (επίρ.)
costale (επίθ.)
costante (θηλ.ουσ)
costante (επίθ.)
Costantino (κύρ.όν. αρσ.)
Costantinopoli (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---