Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcospiratóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kospiraˈtore] 1 ραδιούργος 2 χαλκευτής 3 σκευωρός 4 συνωμότης 5 μηχανορράφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |