Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcosmopolìta, cosmopòlita
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kozmopoˈlita], [kozmoˈpɔlita] 1 πολυταξιδεμένος 2 κοσμικός 3 κοσμοπολίτης cosmopolìta, cosmopòlita επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kozmopoˈlita], [kozmoˈpɔlita] κοσμοπολίτικος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |