Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcosmètico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kozˈmɛtiko] το καλλυντικό cosmètico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kozˈmɛtiko] καλλυντικό (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |