Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cosmètico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kozˈmɛtiko]

το καλλυντικό

cosmètico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kozˈmɛtiko]

καλλυντικό (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cosmetica cosmetista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cosicché (σύνδ.)
cosiddetto (επίθ.)
cosiffatto (επίθ.)
cosinusoide (θηλ.ουσ)
cosmetica (θηλ.ουσ)
cosmetico (ουσ αρσ )
cosmetico (επίθ.)
cosmetista (ουσ αρσ και θηλ.)
cosmetologia (θηλ.ουσ)
cosmico (επίθ.)
cosmo (ουσ αρσ )
cosmodromo (ουσ αρσ )
cosmogonia (θηλ.ουσ)
cosmogonico (επίθ.)
cosmografia (θηλ.ουσ)
cosmografico (επίθ.)
cosmografo (ουσ αρσ )
cosmologia (θηλ.ουσ)
cosmologico (επίθ.)
cosmologo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---