Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cosciòtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koʃˈʃɔtto]

1 ισχίο
2 γλουτός
3 πόδι
4 γοφός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coscienzioso coscritto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cosciente (επίθ.)
coscienza (θηλ.ουσ)
coscienziosamente (επίρ.)
coscienziosità (θηλ.ουσ)
coscienzioso (επίθ.)
cosciotto (ουσ αρσ )
coscritto (αρσ. επίθ και ουσ)
coscrivere (ρ. μτβ.)
coscrizione (θηλ.ουσ)
cosecante (θηλ.ουσ)
coseno (ουσ αρσ )
cosfì (ουσ αρσ )
cosfimetro (ουσ αρσ )
così (επίρ.)
cosicché (σύνδ.)
cosiddetto (επίθ.)
cosiffatto (επίθ.)
cosinusoide (θηλ.ουσ)
cosmetica (θηλ.ουσ)
cosmetico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---