Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcosciòtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [koʃˈʃɔtto] 1 ισχίο 2 γλουτός 3 πόδι 4 γοφός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |