Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


così  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [koˈsi]

1 (in questo modo) έτσι
2 (tanto) τόσο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cosfimetro cosicché  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


basta così! = αρκετά!, αμάν πιά!, φθάνει!, αρκεί! || così tanto che = τόσο που || così... che = τόσο... πού || si fa così = έτσι γίνεται


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coscrizione (θηλ.ουσ)
cosecante (θηλ.ουσ)
coseno (ουσ αρσ )
cosfì (ουσ αρσ )
cosfimetro (ουσ αρσ )
così (επίρ.)
cosicché (σύνδ.)
cosiddetto (επίθ.)
cosiffatto (επίθ.)
cosinusoide (θηλ.ουσ)
cosmetica (θηλ.ουσ)
cosmetico (ουσ αρσ )
cosmetico (επίθ.)
cosmetista (ουσ αρσ και θηλ.)
cosmetologia (θηλ.ουσ)
cosmico (επίθ.)
cosmo (ουσ αρσ )
cosmodromo (ουσ αρσ )
cosmogonia (θηλ.ουσ)
cosmogonico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---