Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cortocircuitàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kortoʧirkuiˈtare]

βραχυκυκλώνω

cortocircuitarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [kortoʧirkuiˈtarsi]

βραχυκυκλώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corto cortocircuito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cortinaggio (ουσ αρσ )
cortisone (ουσ αρσ )
cortisonico (αρσ. επίθ και ουσ)
corto (ουσ αρσ )
corto (επίθ.)
cortocircuitare (ρ. μτβ.)
cortocircuitarsi (ρ.μ. (αντων.))
cortocircuito (ουσ αρσ )
cortometraggio (ουσ αρσ )
corvè (θηλ.ουσ)
corvetta (θηλ.ουσ)
corvino (αρσ. επίθ και ουσ)
corvo (ουσ αρσ )
cosa (θηλ.ουσ)
cosà (επίρ.)
cosacco (αρσ. επίθ και ουσ)
cosare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cosca (θηλ.ουσ)
coscia (θηλ.ουσ)
cosciale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---